- επιγαμικός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στην επιγαμία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιγαμικός — ή, ό φρ. «επιγαμική θεωρία» η θεωρία κατά την οποία το φύλο τού εμβρύου καθορίζεται κατά τη διάρκεια τής εμβρυϊκής ανάπτυξης … Dictionary of Greek